αιθύλιο(ν)

αιθύλιο(ν)
το хим. этил

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αιθύλιο(ν)" в других словарях:

  • αιθύλιο — Μονοσθενής οργανική ρίζα, του τύπου CH3 CH2 , που μπορεί να θεωρηθεί ότι προέρχεται από το αιθάνιο (CH3 CH3) αν αφαιρεθεί ένα υδρογόνο ή από την αιθυλική αλκοόλη (CH3 ΟΗ2ΟΗ) αν αφαιρεθεί ένα υδροξύλιο. Το α. ανήκει στην τάξη των αλκυλίων,… …   Dictionary of Greek

  • αιθύλιο — το (χημ.), μονοσθενής ρίζα που προέρχεται από το αιθάνιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αιθυλεστέρας — ο Χημ. εστέρας ανόργανου ή οργανικού οξέος που περιέχει τη ρίζα αιθύλιο (C2H5 ). Π.χ. CH3COOC2H5 οξικός αιθυλεστέρας, C2H5ONO νιτρώδης αιθυλεστέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. ethylester < ethyl (πρβλ. αιθύλιο) +… …   Dictionary of Greek

  • αιθυλικός — ή, ό [αιθύλιο] αυτός που ανήκει στο αιθύλιο ή προέρχεται από αυτό …   Dictionary of Greek

  • αιθυλιούχος — ο αυτός που περιέχει αιθύλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αιθύλιο + ούχος < έχω η λ. πλάστηκε από τον καθηγητή τής οργαν. Χημείας στο Μετσ. Πολυτεχνείο Τηλέμ. Κομνηνό (1884)] …   Dictionary of Greek

  • αιθυλοχλωρίδιο — το Χημ. οργανική ένωση με τύπο CH3CH2CI, που ανήκει στα αλκυλαλογονίδια, γνωστή επίσης ως χλωροαιθάνιο ή χλωριούχο αιθύλιο ή χλωραιθύλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. ethyl chloride < ethyl (πρβλ. αιθύλιο) + chloride… …   Dictionary of Greek

  • αλκύλιο — Ομάδα ατόμων που δεν υπάρχει σε ελεύθερη κατάσταση και προέρχεται με αφαίρεση ενός ατόμου υδρογόνου από τους υδρογονάνθρακες του γενικού τύπου CnH2n+2, που περιέχουν δηλαδή στο μόριό τους n άτομα άνθρακα και (2n+2) άτομα υδρογόνου. Κάθε α.… …   Dictionary of Greek

  • αμφεταμίνη — (Φαρμ.) φάρμακο τής σειράς τών αμφεταμινών, συνθετικών φαρμάκων, με έντονες διεγερτικές ενέργειες στο κεντρικό νευρικό σύστημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου. πρβλ. αγγλ. amphetamine < a[Ipha] (πρβλ. άλφα) + m[ethyl] (πρβλ. μεθύλιο) …   Dictionary of Greek

  • οξικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο όξος, στο ξίδι 2. χημ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή οφείλεται στο οξικό οξύ (α. «οξικές ιδιότητες» β. «οξικό άλας» γ. «οξικός εστέρας») 3. φρ. α) «οξικό οξύ» άκυκλη οργανική ένωση, κορεσμένο… …   Dictionary of Greek

  • τετρααιθυλαμμώνιο — το, Ν χημ. οργανικό κατιόν, τα άλατα τού οποίου χρησιμοποιούνται στη νευροφυσιολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tetraethylammonium < tetra (βλ. λ. τετρ[α] ) + ethyl (βλ. λ. αιθύλιο) + ammonium (βλ. λ. αμμώνιο)] …   Dictionary of Greek

  • φαινετόλη — η, Ν χημ. κυκλική, αρωματική οργανική ένωση, ο αιθυλαιθέρας τής φαινόλης γνωστή και ως αιθοξυβενζόλιο ή φαινυλαιθυλαιθέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phenetole < phen (< φαίνω) + et (< ethyl, βλ. αιθύλιο) + κατάλ. ole τής χημ.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»